σκηνουργός
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
Greek (Liddell-Scott)
σκηνουργός: ὁ, δραματουργός, ἐν μεταφορ. σημασίᾳ, Μ. Ψελλός ἐν Σάθ. Μεσ. Βιβλ. τ. Δ΄, σ. 171.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
μτφ. αυτός που προξενεί κάτι, αίτιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. στιχουργός].