σκινθίζομαι

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκινθίζομαι Medium diacritics: σκινθίζομαι Low diacritics: σκινθίζομαι Capitals: ΣΚΙΝΘΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: skinthízomai Transliteration B: skinthizomai Transliteration C: skinthizomai Beta Code: skinqi/zomai

English (LSJ)

v. σκίνδαρος.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «λακτίζομαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τον τ. σκίνδαρος.