σκίνδαρος
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
English (LSJ)
ὁ, an indecent gesture, Hsch., Phot.: hence the verbs σκινδαρεύομαι, σκινθαρίζω, σκινθίζομαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 899] ὁ, s. σκινθαρίζω.
Greek (Liddell-Scott)
σκίνδαρος: ὁ, ἀπρεπὲς σχῆμα, τρόπος ἀπρεπής, «φάσκελον», «ἡ ἐπανάστασις νυκτὸς ἀφροδισίων ἕνεκα» Ἡσύχ., Φώτ.· ὁ Ἡσυχ. ὡσαύτως μνημονεύει ῥήμ. σκινδαρεύομαι «δακτυλίζεσθαι, σκιμαλίζεσθαι»· σκινθαρίζω «ἔνιοι σκα(νθα)ρίζειν· τὸ γὰρ τῷ μέσῳ δακτύλῳ τὴν μυκτῆρα παίειν δηλοῖ, ὡς Δίδυμος»· σκινθίζομαι «λακτίζομαι».
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. άσεμνη χειρονομία
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐπανάστασις νυκτὸς ἀφροδισίων ἕνεκα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκινδακίσαι].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: an obscene gesture (H., Phot.).
Derivatives: σκινθαρίζω make obscene gestures (H.). Σκιταλοι demons of lewdness (Ar., H.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: The variation is typical of Pre-Greek. Cf. s. v. σκινδακίσαι.