σκίνδαρος

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκίνδᾰρος Medium diacritics: σκίνδαρος Low diacritics: σκίνδαρος Capitals: ΣΚΙΝΔΑΡΟΣ
Transliteration A: skíndaros Transliteration B: skindaros Transliteration C: skindaros Beta Code: ski/ndaros

English (LSJ)

ὁ, an indecent gesture, Hsch., Phot.: hence the verbs σκινδαρεύομαι, σκινθαρίζω, σκινθίζομαι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 899] ὁ, s. σκινθαρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

σκίνδαρος: ὁ, ἀπρεπὲς σχῆμα, τρόπος ἀπρεπής, «φάσκελον», «ἡ ἐπανάστασις νυκτὸς ἀφροδισίων ἕνεκα» Ἡσύχ., Φώτ.· ὁ Ἡσυχ. ὡσαύτως μνημονεύει ῥήμ. σκινδαρεύομαι «δακτυλίζεσθαι, σκιμαλίζεσθαι»· σκινθαρίζω «ἔνιοι σκα(νθα)ρίζειν· τὸ γὰρ τῷ μέσῳ δακτύλῳ τὴν μυκτῆρα παίειν δηλοῖ, ὡς Δίδυμος»· σκινθίζομαι «λακτίζομαι».

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. άσεμνη χειρονομία
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐπανάστασις νυκτὸς ἀφροδισίων ἕνεκα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκινδακίσαι].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: an obscene gesture (H., Phot.).
Derivatives: σκινθαρίζω make obscene gestures (H.). Σκιταλοι demons of lewdness (Ar., H.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: The variation is typical of Pre-Greek. Cf. s. v. σκινδακίσαι.