σκληρόκαρδος
From LSJ
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
σκληρόψυχος, ανάλγητος, ασυγκίνητος, άσπλαχνος.
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
-η, -ο, Ν
σκληρόψυχος, ανάλγητος, ασυγκίνητος, άσπλαχνος.