σκοπιάω

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source

German (Pape)

[Seite 903] spätere, bloß poet. Form statt σκοπιάζω, σκοπίασκον Qu. Sm. 2, 6.

Greek (Liddell-Scott)

σκοπιάω: μεταγενέστ. τύπος ἀντὶ τοῦ προηγ., σκοπίασκον Κόϊντ. Σμ. 2. 6 (ἕτεροι -ίαζον).