σκοπιμότητα

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

η, Ν σκόπιμος
1. η ιδιότητα του σκοπίμου, το να είναι κάτι σκόπιμο, να συμβάλλει σε έναν σκοπό, να εξυπηρετεί έναν σκοπό, ιδίως απώτερο
2. το να γίνεται κάτι από πρόθεση, για ορισμένο σκοπό, σκόπιμα, με προμελέτη
3. η διάπραξη μη επιτρεπόμενης ενέργειας ή η παράλειψη επιβαλλόμενης πράξης για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού («η συγκάλυψη τών σκανδάλων έγινε για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας»).