σκοτεινόχρωμος

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει σκούρο χρώμα, σκουρόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτεινός + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. σκουρόχρωμος].