σκουντούφλης

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326

Greek Monolingual

ο, θηλ. σκουντούφλα, Ν σκουντούφλα
1. αυτός που περπατά απρόσεχτα, με αποτέλεσμα να σκοντάφτει συνεχώς
2. άνθρωπος κατσουφιασμένος, σκυθρωπός, σύνοφρυς
3. μτφ. (για τον καιρό) σκοτεινός, συννεφιασμένος, βαρύς.