σκουρόχρωμος
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει σκούρο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκούρος + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ανοιχτόχρωμος].