ανοιχτόχρωμος

From LSJ

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει ανοιχτά, απαλά χρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανοιχτός + -χρωμος < χρώμα. Η λ. ανοικτόχρωμος μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εστία].