σκυλαδέψης

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠλᾰδέψης Medium diacritics: σκυλαδέψης Low diacritics: σκυλαδέψης Capitals: ΣΚΥΛΑΔΕΨΗΣ
Transliteration A: skyladépsēs Transliteration B: skyladepsēs Transliteration C: skyladepsis Beta Code: skulade/yhs

English (LSJ)

σκυλαδέψου, or σκύθρωπος, ὁ, = σκυλοδέψης, Eust.450.6.

Greek (Liddell-Scott)

σκυλαδέψης: ἢ -ος, ὁ, = σκυλοδέψης, Εὐστ. 450. 6.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του σκυλοδέψης.