σκόλιαντρος

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

ο, και σκολιάντρι, το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία του φυτού σκόλυμος.