σμηματοθήκη

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμημᾰτοθήκη Medium diacritics: σμηματοθήκη Low diacritics: σμηματοθήκη Capitals: ΣΜΗΜΑΤΟΘΗΚΗ
Transliteration A: smēmatothḗkē Transliteration B: smēmatothēkē Transliteration C: smimatothiki Beta Code: smhmatoqh/kh

English (LSJ)

ἡ,= σμηματοδοκίς (box of unguents), Id. s.v. ῥύμμα.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) κουτί για τοποθέτηση απορρυπαντικής αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆμα, -ήματος + θήκη.