σολομονοειδείς

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

και σολομοειδείς, οι, Ν
ζωολ. υπόταξη σολομονόμορφων ιχθύων στην οποία ανήκουν μεταξύ άλλων ο σολομός και η πέστροφα.