σολομονοειδείς

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

και σολομοειδείς, οι, Ν
ζωολ. υπόταξη σολομονόμορφων ιχθύων στην οποία ανήκουν μεταξύ άλλων ο σολομός και η πέστροφα.