σολομός
From LSJ
Greek Monolingual
ο, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία κυρίως του μεγάλης εμπορικής αξίας είδους τελεόστεων ανάδρομων ποταμοτόκων και θαλασσότροφων ιχθύων Salmo salar, της οικογένειας σολομίδες ή σολομονίδες, που μεταναστεύουν αναπλέοντας τους ποταμούς για να αναπαραχθούν, καθώς και τών ειδών του συγγενικού γένους ογκόρρυγχος, της ίδιας οικογένειας, που απαντούν στον Ειρηνικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. salmo, λ. γαλατικής προέλευσης].