σοπράνο

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source

Greek Monolingual

η, Ν
μουσ.
1. η πιο υψηλή ανθρώπινη φωνητική περιοχή, που εκτείνεται περίπου από το μεσαίο ντο ώς το δεύτερο λα υψηλότερα
2. (για τρουγουδίστρια) υψίφωνος
3. το πιο υψηλόφωνο όργανο μιας οικογένειας οργάνων («σοπράνο σαξόφωνο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. soprano < ιταλ. sopra «πάνω»].