τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
η, Ν
μικρό δωμάτιο ή διαμέρισμα που βρίσκεται αμέσως κάτω από την στέγη σπιτιού, συχνά χωρίς οροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. soffite < ιταλ. soffito].