σπάθισμα
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
-ατος, τό,= σπαδόνισμα, Id.
Greek (Liddell-Scott)
σπάθισμα: τό, = σπαδόνισμα, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ίσματος, τὸ, Α σπαθίζω
(κατά τον Ησύχ.) σπαδόνισμα.