στήθειος

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στήθειος Medium diacritics: στήθειος Low diacritics: στήθειος Capitals: ΣΤΗΘΕΙΟΣ
Transliteration A: stḗtheios Transliteration B: stētheios Transliteration C: stitheios Beta Code: sth/qeios

English (LSJ)

στήθειον, of the breast, ἱμάντες Eust.1189.54.

Greek (Liddell-Scott)

στήθειος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς στῆθος, Εὐστ. 1189. 54· - στηθεῖον, τό, ὀχύρωμα μέχρι τοῦ στήθους ὑψούμενον, Μοσχόπ.· στηθαῖον παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1180.

Greek Monolingual

-ον, Μ στῆθος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στήθος, στηθικός.