στερροβόας
From LSJ
Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld
Greek (Liddell-Scott)
στερροβόας: ὁ, διάφ. γραφ. ἀντὶ στερεοβόας, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δ. γρφ·) βλ. στερεοβόας.
German (Pape)
ὁ, = χαλκοβόας, Schol. Soph. O.C. 1100.