Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στομαλγώ

From LSJ

Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein

Menander, Monostichoi, 488

Greek Monolingual

-έω, Α
πάσχω από στομαλγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + -αλγῶ (< -αλγής < ἄλγος), πρβλ. ποδαλγῶ].