στοματολογία
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
Greek Monolingual
η, Ν
ιατρ.
1. κλάδος της ιατρικής που μελετά τις οδοντοστοματικές νόσους και βλάβες τών ανώμαλων θέσεων τών δοντιών και τις διαμαρτίες διάπλασης τών γνάθων
2. το σύνολο τών ιατρικών, χειρουργικών, προσθετικών και ορθοπεδικών φροντίδων για την αντιμετώπιση τών παραπάνω ανώμαλων καταστάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stomatology (< στόμα, -ατoς + -λογία)].