στρατοδίκης
From LSJ
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
Greek Monolingual
ο, Ν
στρ. αξιωματικός που είναι μέλος στρατοδικείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -δίκης (< δίκη). Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν του Σκαρλ. Βυζαντίου].