στρατοδίκης
From LSJ
πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → many things are formidable, and none more formidable than man | wonders are many, and none is more wonderful than man | many things are bad, but nothing is more atrocious than man
Greek Monolingual
ο, Ν
στρ. αξιωματικός που είναι μέλος στρατοδικείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -δίκης (< δίκη). Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν του Σκαρλ. Βυζαντίου].