στρατοϋπηρέτης
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
Full diacritics: στρᾰτοϋπηρέτης | Medium diacritics: στρατοϋπηρέτης | Low diacritics: στρατοϋπηρέτης | Capitals: ΣΤΡΑΤΟΫΠΗΡΕΤΗΣ |
Transliteration A: stratoüpērétēs | Transliteration B: stratoupēretēs | Transliteration C: stratoypiretis | Beta Code: stratou+phre/ths |
στρατοϋπηρέτου, ὁ, army servant, prob. in Sammelb.4293.8.
ὁ, Α
υπηρέτης στρατοπέδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + ὑπηρέτης.