συγκόρυφος

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκόρῠφος Medium diacritics: συγκόρυφος Low diacritics: συγκόρυφος Capitals: ΣΥΓΚΟΡΥΦΟΣ
Transliteration A: synkóryphos Transliteration B: synkoryphos Transliteration C: sygkoryfos Beta Code: sugko/rufos

English (LSJ)

συγκόρυφον, with the vertices joined, κῶνοι Arist.Pr.912b18.

German (Pape)

[Seite 969] mit den Spitzen verbunden, κῶνοι Arist. probl. 15, 10.

Russian (Dvoretsky)

συγκόρῠφος: соединенный вершиной (κῶνοι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

συγκόρῠφος: -ον, οὗ ἡ κορυφὴ ἑνοῦται μετ’ ἄλλης κορυφῆς, ὡς π. χ. αἱ κορυφαὶ δύο κώνων, Ἀριστ. Προβλ. 15. 11, 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός του οποίου η κορυφή συνδέεται με την κορυφή ενός άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κορυφος (< κορυφή)].