συναποτελώ Search Google

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

Greek Monolingual

συναποτελῶ, -έω, ΝΑ, και αττ. τ. ξυναποτελῶ Α
νεοελλ.
αποτελώ από κοινού
αρχ.
αποπερατώνω, συμπληρώνω κάτι μαζί με άλλον.