συνδαιτυμών
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Greek (Liddell-Scott)
συνδαιτῠμών: -όνος, ὁ, διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 2, 3· ἀντὶ σύνδειπνος.
Greek Monolingual
ο, η / συνδαιτυμών, -όνος, ὁ, ἡ, ΝΑ
πρόσωπο που μετέχει σε γεύμα, ομοτράπεζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δαιτυμών, -όνος «ομοτράπεζος» (< δαιτύς «γεύμα»)].