συνεπιβάτης

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. συνεπιβάτισσα Ν
επιβάτης στο ίδιο μεταφορικό μέσο και συγχρόνως με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + επιβάτης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. συνεπιβάται, μαρτυρείται από το 1884 στον Δ. Βικέλα].