ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
ο, θηλ. συνεπιβάτισσα Νεπιβάτης στο ίδιο μεταφορικό μέσο και συγχρόνως με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + επιβάτης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. συνεπιβάται, μαρτυρείται από το 1884 στον Δ. Βικέλα].