συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
ο, θηλ. συνεπιβάτισσα Ν
επιβάτης στο ίδιο μεταφορικό μέσο και συγχρόνως με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + επιβάτης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. συνεπιβάται, μαρτυρείται από το 1884 στον Δ. Βικέλα].