συνεπιμίγνυμι

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιμίγνυμι: ἐπιμιγνύω προσέτι, Ideler Phys. 2. 389· οὐ μόλυβδον ἂν συμεπιμίξαις ἀργύρῳ Ἀρισταίν. 1. 10.

Greek Monolingual

ΜΑ [[ἐπιμ(ε)ίγνυμι]]
ανακατεύω μαζί.

German (Pape)

[νῡ], (μίγνυμι), mit dazu mischen, Aristaen. 1.10.