συνομολόγηση

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121

Greek Monolingual

η, Ν
1. αμοιβαία ομολογία
2. σύναψη συμφωνίας, σύναψη σύμβασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνομολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. συνομολόγησις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].