ομολογία
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὁμολογία, Α ιων. τ. ὁμολογίη και βοιωτ. τ. ὁμολογά) ομόλογος
1. προφορική ή γραπτή αποδοχή λόγων ή πράξεων («ἔπειτα ἐκ ταύτης ἴσως τῆς ὁμολο γίας ἐναντίον τι συνέβη ἐν τοῖς λόγοις Πλάτ.)
2. επίσημη διακήρυξη τών δογμάτων μιας εκκλησίας ή μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας («ομολογία πίστεως» — η δημόσια, προφορική ή γραπτή διακήρυξη με παρρησία της χριστιανικής πίστης)
νεοελλ.
1. (νομ.) αποκάλυψη ή παραδοχή γεγονότος βλαπτικού για εκείνον που ομολογεί, εν όψει ή εξ αφορμής ή κατά τη διάρκεια μιας δίκης
2. βιολ. η ομοιότητα δομής, λειτουργίας ή ανάπτυξης οργάνων σε διαφορετικά είδη οργανισμών, ομοιότητα η οποία βασίζεται στην προέλευσή τους από κοινούς φυλογενετικούς προγόνους, όπως είναι λ.χ. τα πρόσθια άκρα του ανθρώπου, της νυχτερίδας και του ελαφιού
3. (εμπορ. δίκ.) ανώνυμος τίτλος δανείου εκδιδόμενος από αυτόν που το συνάπτει και παραδιδόμενος στον δανειστή ως απόδειξη της υποχρέωσης του πρώτου και του δικαιώματος του δευτέρου, αλλ. ομόλογο
4. χημ. ιδιότητα τών χημικών ενώσεων που περιέχουν στο μόριό τους τις ίδιες ακριβώς χαρακτηριστικές ομάδες
5. (γεωμ.) (για σχήματα) αντιστοιχία
6. φρ. α) «κατά γενική ομολογία» ή «κατά κοινή ομολογία» — όπως παραδέχονται όλοι, αναμφισβήτητα
μσν.-αρχ.
1. υπόσχεση, τάξιμο, αφιέρωμα προς τον Θεό («τὰς ὁμολογίας ἡμῶν ἃς ὡμολογήκαμεν, θυμιᾱν τῇ βασιλίσσῃ τοῦ οὐρανοῦ», ΠΔ)
2. εκκλ. έκθεση ή παραδοχή αμαρτιών, εξομολόγηση
3. ανάληψη υποχρέωσης, συμβόλαιο
αρχ.
1. συμφωνία, ομοφωνία («συμφωνία δέ, ὁμολογία τις
ὁμολογίαν δὲ ἐκ διαφερομένων, ἕως ἂν διαφέρωνται ἀδύνατον εἶναι», Πλάτ.)
2. (στους Στωικούς) συμφωνία με τη φύση, προσαρμογή ή συμμόρφωση στη φύση, στους νόμους της φύσης
3. εκκλ. ευχαριστία ή ευχή προς τον Θεό («καὶ νῦν δότε ὁμολογίαν δόξαν τῷ κυρίῳ Θεῷ», ΠΔ)
4. συνομολόγηση, σύμβαση («τὰς ὁμολογίας διαφυλάττειν», Ισοκρ.)
5. συνθήκες παράδοσης που συνάπτονταν κατά τη διάρκεια πολέμου («ὁμολογίᾳ τὴν ἁκρόπολιν παραδοῦν
αι», Θούκ.)
6. φρ. α) «καθ' ὁμολογίαν» — όπως παραδέχεται κάποιος
β) «ὁμολογία ὀνομάτων» — συμφωνία τών λέξεων
γ) «ἐξ ὁμολογίας διαλέγεσθαι» — η συζήτηση που διεξάγεται βάσει δεδομένων ή συμφωνημένων προτάσεων
δ) «ὁμολογίῃ χρῆσθαι» και «εἰς ὁμολογίαν προσχωρεῖν»
(για ηττημένους) το να έρχεται κανείς σε διαπραγματεύσεις παραδόσεως
ε) «ὁμολογίαν δέχεσθαι»
(για ηττημένους) αποδοχή προτάσεων παραδόσεως
στ) «εις ομολογίαν προκαλείσθαι»
(για νικητές) το να γίνονται προς τους ηττημένους προτάσεις παραδόσεως με όρους.