συνταιριάζω

From LSJ

ἐκ τῆς θαλάττης ἅπασα ὑμῖν ἤρτηται σωτηρίαyour safety altogether depends upon the sea

Source

Greek Monolingual

Ν ταιριάζω
1. ταιριάζω κάτι με κάτι άλλο, συνδυάζω
2. (αμτβ.) προσαρμόζομαι με κάποιον ή με κάτι.