σφαιρουργία

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἡ, Μ
κατασκευή σφαίρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + -ουργία (< -ουργός < ἔργον)].