ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
ο, Ν
(φιλοσ.) η σχετικοκρατία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχετικός + ισμός απόδοση στην ελλ. του γαλλ. relativisme (< relatif «σχετικός»), βλ. και λ. σχετικοκρατία].