Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σχιστότητα

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556

Greek Monolingual

η, Ν σχιστός
1. η ιδιότητα ενός αντικειμένου να σχίζεται
2. (πετρογρ.) η ιδιότητα ορισμένων μεταμορφωμένων πετρωμάτων να εμφανίζουν φυλλοποίηση, δηλαδή επαναλαμβανόμενη λεπίωση, ως συνέπεια της παράλληλης διάταξης τών πλακωδών και σανιδόμορφων ορυκτών συστατικών.