σχολιασμός

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source

Greek Monolingual

ο, Ν σχολιάζω
1. σύνταξη ερμηνευτικών ή άλλων σχολίων
2. υπομνηματισμός κειμένου.