υπομνηματισμός

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

ο / ὑπομνηματισμός, ΝΜΑ ὑπομνηματίζω, -ομαι]]
νεοελλ.-μσν.
συγγραφή ερμηνευτικών σχολίων σε κείμενα, σχολιασμός
αρχ.
1. γραπτό σημείωμα, υπόμνημα
2. κάθε έγγραφο στο οποίο αναφέρεται κάτι
3. γραπτή απόφαση βασιλιά
4. γραπτή απόφαση του Αρείου Πάγου
5. στον πληθ. οἱ ὑπομνηματισμοί
α) καταχώριση γεγονότων σε επίσημο έγγραφο, σύνταξη πρακτικών
β) απομνημονεύματα
γ) πραγματείες
δ) (γενικά) καταγραφή σημειώσεων.