σχολιάζω

From LSJ

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχολιάζω Medium diacritics: σχολιάζω Low diacritics: σχολιάζω Capitals: ΣΧΟΛΙΑΖΩ
Transliteration A: scholiázō Transliteration B: scholiazō Transliteration C: scholiazo Beta Code: sxolia/zw

English (LSJ)

write scholia on or write commentaries on, τὰ Λυκόφρονος Tz.ad Lyc.1446.

Greek (Liddell-Scott)

σχολιάζω: ἑρμηνεύω τι διὰ σχολίων, οἱ τὰ τοῦ Λυκόφρονος πρὸ ἡμῶν σχολιάσαντες Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 1446, πρβλ. Κραμ. Ἀν. Ὀξ. τ. 3, σ. 366, 3, κλπ.

Greek Monolingual

ΝΜ
γράφω σχόλια, ερμηνευτικές σημειώσεις σε έργο συγγραφέα, υπομνηματίζω
νεοελλ.
1. συνεκδ. κρίνω, γεγονότα, καταστάσεις ή τη συμπεριφορά κάποιων άλλων
2. επικρίνω
3. φρ. «σχολιασμένη έκδοση» — έκδοση αρχαίου κειμένου με σχόλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχόλιο(ν). Για την αρνητική σημ. του ρ. «επικρίνω, κουτσομπολεύω» βλ. λ. σχολή.