σωματάρχης

From LSJ

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
στρ. διοικητής σώματος στρατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σώμα, -ατος + -άρχης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. σωματάρχαι, μαρτυρείται από το 1821 στη διακήρυξη του Αλ. Υψηλάντη].