σωματάρχης

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

Greek Monolingual

ο, Ν
στρ. διοικητής σώματος στρατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σώμα, -ατος + -άρχης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. σωματάρχαι, μαρτυρείται από το 1821 στη διακήρυξη του Αλ. Υψηλάντη].