σωματεμπορώ

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
είμαι δουλέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -εμπορῶ (< -έμπορος < ἔμπορος)].