σωματεμπορώ

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
είμαι δουλέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -εμπορῶ (< -έμπορος < ἔμπορος)].