σωματεμπόριο
From LSJ
Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus
Greek Monolingual
το / σωματεμπόριον, ΝΜ σωματέμπορος
νεοελλ.
η σωματεμπορία
μσν.
το δουλεμπόριο.
Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus
το / σωματεμπόριον, ΝΜ σωματέμπορος
νεοελλ.
η σωματεμπορία
μσν.
το δουλεμπόριο.