σωματεμπόριο

From LSJ

Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus

Menander, Monostichoi, 511

Greek Monolingual

το / σωματεμπόριον, ΝΜ σωματέμπορος
νεοελλ.
η σωματεμπορία
μσν.
το δουλεμπόριο.