σωματεμπόριο

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source

Greek Monolingual

το / σωματεμπόριον, ΝΜ σωματέμπορος
νεοελλ.
η σωματεμπορία
μσν.
το δουλεμπόριο.