σωματεμπόριο

From LSJ

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150

Greek Monolingual

το / σωματεμπόριον, ΝΜ σωματέμπορος
νεοελλ.
η σωματεμπορία
μσν.
το δουλεμπόριο.