ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
το / σύνεργον, ΝΜΑ
1. εργαλείο
2. στον πληθ. τα σύνεργα
το σύνολο τών εργαλείων τεχνίτη
αρχ.
πληθ. τα χειροποίητα διακοσμητικά στοιχεία, τα στολίδια υφάσματος ή ενδύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. του επιθ. σύνεργος (βλ. λ. συνεργός)].