σώνω

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

(I)
Ν
βλ. σώζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βλ. λ. σώζω.
(II)
Ν
αρκώ, επαρκώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισώνω (< ίσος) με σίγηση του αρκτικού άτονου φωνήεντος].