σώνω

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source

Greek Monolingual

(I)
Ν
βλ. σώζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βλ. λ. σώζω.
(II)
Ν
αρκώ, επαρκώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισώνω (< ίσος) με σίγηση του αρκτικού άτονου φωνήεντος].